Σκηνοθέτης ενστικτώδης που για να δημιουργήσει έλκεται από ένα συναίσθημα και προσπαθεί να το ξεδιπλώσει, να το ανακαλύψει, να το επαληθεύσει. Σκηνοθέτης που εξερευνά και αναρωτιέται, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος (σε συνέντευξή του από τον Γάλλο δημοσιογράφο Laurent Tirard), ο Jean-Luc Godard με το New Wave του -αν και αρχικά πέρασε κάπως απαρατήρητος εμπορικά- σόκαρε, αναστάτωσε και προβλημάτισε. Η συνταγή του; Όσοι έχουν δει τις ταινίες του θα απαντούσαν πως δεν έχει, πως απλά ρολάρει την κάμερα και αποτυπώνει το αυθόρμητο. Ο ίδιος, βέβαια, δήλωνε πως: “Το μόνο που χρειάζεται για μια ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα όπλο”. Και αληθεύει πως τα “συστατικά” αυτά σπάνια λείπουν από τις δημιουργίες του και δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το φιλοσοφικό μεγαλούργημά του “Alphaville: Μία παράξενη περιπέτεια του Λεμμύ Κώσιον” του 1965, με το οποίο ήρθε να παρουσιάσει στο κινηματογραφικό κοινό τη δική του εκδοχή ενός “Θαυμαστού καινούργιου κόσμου” (Άλντους Χάξλευ, 1931) σε ένα οργουελικό καθεστώς (“1984”, Τζόρτζ Όργουελ, 1948).
Με ένα εφυές, απόλυτα(;) ρεαλιστικό sci-fi πλαίσιο (με στοιχεία film-noir και οριακά b-movie, όπως αρκετοί δήλωσαν με τις κριτικές τους), ο Γκοντάρ επιχείρησε (και κατ’εμέ πέτυχε!) να σκιαγραφήσει τη δική του οπτική της μιας “ουτοπικής δυστοπίας”, τοποθετώντάς την σε ένα Παρίσι υπό τον έλεγχο και την ολοκληρωτική κυριαρχία του ηλεκτρονικού συστήματος “Άλφα 60”, η οποία βασίζεται στη θεοποίηση της λογικής και της επιστήμης και την ποινικοποίηση του αληθινού ανθρώπινου συναισθήματος (που ξεπερνά το επιφανειακό ή τη βιολογική ανάγκη). Ενάντια στην απολυτότητα των κανόνων λειτουργίας της Αλφαβίλ, τολμά να στραφεί ο Ιβάν Τζόνσον, με το ψευδώνυμο του Λέμμυ Κώσιον (Eddie Constantine, σε ένα ρόλο που είχε υποδυθεί σε αρκετές παραγωγές της εποχής και που δανείστηκε ο Γκοντάρ για να δημιουργήσει το κόνσεπτ της δυστοπίας του) ως κατάσκοπος των “Έξω Χωρών” (από την Αλφαβίλ). Με τον επαναστατικό του αέρα, το συναίσθημα και τη δύναμη της σκέψης αντιστέκεται σε κάθε “πειρασμό” και προσπαθεί με τα δικά του αυτά όπλα να καταστρέψει το “φασισμό” του “Άλφα 60”. Μαζί του προσπαθεί να πάρει και την γοητευτική Νατάσα βον Μπράουν -κόρη του κατασκευαστή του “Άλφα 60”- (Anna Karina), που παρά τη μηχανικότητα και τις προγραμματισμένες απαντήσεις της δεν διστάζει να “θυμηθεί” ξεχασμένες έννοιες, όπως είναι η αγάπη, η στοργή και η ποίηση. Ειδικά η τελευταία αποτελεί το κύριο “όπλο” του Λέμμυ σε μία κοινωνία όπου (φυσικά) κάθε τι καλλιτεχνικό βαφτίζεται ως “παράνομο”. Όταν, μάλιστα, στη διάρκεια ανάκρισής του από το σύστημα, ο πρωταγωνιστής ερωτάται “Τι είναι αυτό που μεταμορφώνει το σκοτάδι σε φως;”, απαντά χαρακτηριστικά “η ποίηση”, σοκάροντας με τη φυσικότητα και την αμεσότητα της αντίδρασής του. Τη δύναμη της γλώσσας και του λόγου χρησιμοποιεί για να μπερδέψει τελείως τη “λογική” του συστήματος και να το οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή. Η πόλη βυθίζεται σε χάος και παράλυση, η Νατάσα, όμως, καταφέρνει να λειτουργήσει, να συλλάβει το συναίσθημα και να να ομολογήσει την αγάπη της για τον Λέμμυ, σαν παιδί που συλλαβίζει μία φράση που μόλις έμαθε! Η ρομαντική αισιοδοξία του Γκοντάρ είναι προφανής.

Πηγή φωτογραφίας: https://2.bp.blogspot.com/-uybV1LHd8sA/VsYbrbqgWhI/AAAAAAAALVo/aW2DvPRDPP8/s1600/alphaville%2B%25281%2529.jpg
Η αισθητική του ασπρόμαυρου που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης μεταμορφώνει το στατικό σε δυναμικό, το καθημερινό σε δυστοπικό. Με τη μαγευτική κινηματογραφία του φωτογράφου συνεργάτη του, Raoul Coutard και τις αυθόρμητες λήψεις του ιδίου, ο Γκοντάρ εντυπωσιάζει με τα πλάνα του από τα προάστια του Παρισίου. Τη mise-en- scène του, φυσικά, συμπληρώνουν αποσπασματικοί ήχοι (οριακά ρομποτικοί), μηχανικοί διάλογοι, έντονες επαναλήψεις και η φιλοσοφική αφήγηση που ενώ αρχικά ανατριχιάζει, ίσως και απωθεί αρκετούς, προβληματίζει βαθιά με το σκληρό ρεαλισμό της. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Γκοντάρ -σαν παιδί του “μουσείου”, όπως αυτοαποκαλείται ο ίδιος, δηλαδή της Γαλλικής Ταινιοθήκης- δέχεται ποικίλα ερεθίσματα τα οποία ενσωματώνει στις δικές του παραγωγές, τονίζοντας πως η δημιουργία προϋποθέτει ανταλλαγή και συναναστροφή. Στο συγκεκριμένο έργο ο Γκοντάρ αναγνωρίζει στοιχεία του αμερικανικού film-noir (βλέπε Χίτσκοκ) και τα ενσωματώνει φιλτράροντάς τα μέσω της δικής του ευρωπαϊκής οπτικής.

Πηγή φωτογραφίας: https://cinematicscribblings.files.wordpress.com/2018/04/street.jpg?w=640
Η δυστοπική προσέγγιση της κοινωνίας από τον Γκοντάρ έρχεται να συνδυάσει παραστατικά τον αποτρόπαια απάνθρωπο τρόπο λειτουργίας του κόσμου του Χάξλευ και του Όργουελ. Αισθητή κατ’αρχάς είναι η ομοιότητα των κεντρικών ηρώων, του Άγριου του “Θαυμαστού κανούργιου κόσμου”, του Γουίνστον Σμίθ του οργουελικού “1984” και του γκονταρικού Λέμμυ, που τάσσονται και οι τρεις ενάντια του συστήματος και δεν διστάζουν να σκεφτούν και να αμφισβητήσουν. Αντίστοιχα, οι συμπρωταγωνίστριές τους –Λενίνα, Τζούλια, Νατάσα με την ίδια σειρά- δεν τους καταδικάζουν, μα επιχειρούν με το δικό τους τρόπο, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, να τους κατανοήσουν. Φυσικά, διάχυτη και στα τρία έργα είναι η επικράτηση της τεχνολογίας (ακόμα και επί της ηθικής), η μαζικότητα (μαζική παραγωγή ακόμα και στην αναπαραγωγή), οι ταξικές διακρίσεις (τάξη Α, τάξη Β, τάξη Γ…), η εξιδανίκευση του τεχνοκρατισμού, ο άκρατος καταναλωτισμός και ο υλισμός που υπερισχύει της τέχνης και του συναισθήματος. Είτε υπό του Μουσταφά Μόντ (“Θαυμαστός καινούργιος κόσμος”), είτε υπό του Μεγάλου Αδερφόυ (“1984”), είτε υπό του “Άλφα 60”, ο άνθρωπος εκμηδενίζεται, χειραγωγείται, χάνει την ελευθερία του να εκφράζεται (απαγορευμένες λέξεις και στα τρία κείμενα), αλλά πρωτίστως να σκέφτεται (χαρακτηριστική η “αστυνομία σκέψης” του Όργουελ), υιουετώντας πιστά μότο που ταυτίζουν τον πόλεμο με την ειρήνη, την ελευθερία με τη σκλαβιά, την άγνοια με τη δύναμη και ενθαρρύνοντας σαν κουρδισμένα σταρτιωτάκια την άκριτη κοινότητα, ταυτότητα, σταθερότητα, ησυχία και λογική. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα η δημιουργία μη-σκεπτόμενων “ρομπότ”.

Πηγή φωτογραφίας: https://www.bfi.org.uk/sites/bfi.org.uk/files/styles/full/public/image/alphaville-1965-006-anna-karina-behind-glass-door-holding-book-00o-4cd.jpg?itok=-8pB-wTj
Με noir ατμόσφαιρα, φιλοσοφικές αλήθειες και το καθηλωτικό βλέμμα της αγαπημένης του Anna Karina, ο Γκοντάρ δημιουργεί ένα από τα κορυφαία κινηματογραφικά έργα της εποχής του (και όχι μόνο). Η διαχρονικότητα και το απαθές του άκρατου τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού σίγουρα ενοχλεί, σοκάρει, ενδεχομένως και ανησυχεί το κοινό. Δεν παύει, όμως, να προσφέρει όχι απλά ένα θέαμα, αλλά τροφή για προβληματισμό, φέρνοντας και πάλι στο προσκήνιο τα μηνύματα που ηχηρά μετέδωσαν δεκαετίες πριν οι Χάξλευ και Όργουελ. Γι’αυτό και η αξία του Γκοντάρ στο κινηματογραφικό χώρο είναι αδιαμφησβήτητη και ο ίδιος αποτελεί μία ξεχωριστή κατηγορία της παγκόσμιας σκηνοθεσίας!
Πηγή Κεντρικής Φωτογραφίας: https://2.bp.blogspot.com/-EWaSH-DE7bw/VsYbsTyqx8I/AAAAAAAALVw/jwHvbssckTU/s1600/alphaville_jpg24.jpg