Χολιγουντιανό όνειρο, ιδανικός σύντροφος ή πρότυπο άντρα, από τη δεκαετία του 60 μέχρι και σήμερα(;) ο Robert Redford δεν παύει να γοητεύει και να κερδίζει, με τα πυρόξανθα μαλλιά του, το ανεκτίμητο χαμόγελό του, τη φυσικότητα, αλλά και τη σπιρτάδα του. Αυτά είδαν και οι υπεύθυνοι της Ακαδημίας Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης και επένδυσαν στο “φυσικό χάρισμα”, όπως το χαρακτήρισαν, του 20άρη περίπου τότε Ρόμπερτ, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από ένα καλλιτεχνικό τουρ στη μποέμικη Ευρώπη, χωρίς μεγάλη επιτυχία για τη δική του καριέρα. Δεν ήταν, όμως, το υποκριτικό του ταλέντο αυτό (τουλάχιστον όχι κυρίως αυτό) που ανέδειξε τον νεαρό καλιφορνέζο, ο οποίος έως τότε γυρνούσε από μικροδουλειά σε μικροδουλειά και βυθιζόταν στο αλκοόλ. Ο κόσμος του θεάματος είδε στο πρόσωπό του κάτι το ονειρικό, το “άπιαστο” που θα δελέαζε το κοινό της μεγάλης οθόνης, προσφέροντας την αναγκαία μετάβαση από τους “ατσαλάκωτους” γόηδες του ασπρόμαυρου Χόλιγουντ (βλέπε Κάρυ Γκράντ ή Τζέιμς Στιούαρτ) σε κάτι πιο φρέσκο.

“Ξυπόλητοι στο πάρκο” Πηγή Φωτογραφίας: https://ewedit.files.wordpress.com/2018/08/robert-redford-films-5.jpg?w=768
Το ιδιαίτερα όμορφο πρόσωπό του θα μας μείνει αξέχαστο στο “Ξυπόλητοι στο πάρκο” (“Barefoot in the park”, 1967), μία από τις πρώτες του συμμετοχές σε μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή, στο πλευρό της ασυνήθιστα ιδιαίτερης Τζέιν Φόντα. Η κινηματογραφική χημεία των δύο πρωταγωνιστών, παράλληλα με τη ζωηράδα και τη θεατρικότητα των ρόλων τους, αλλά και το έντονο κωμικό στοιχείο έστρεψε την προσοχή όλων των λάτρεων των αισθηματικών κομεντί στον γλυκό Ρόμπερτ. Σειρά είχαν οι πιο περιπετειώδεις κινηματογραφόφιλοι, που “έπεσαν” όταν τον είδαν με το ξανθό μουστάκι του σαν Sundance Kid, να ενσαρκώνει τα πρότυπα του ήρωα και του φίλου, στην ταινία “Οι Δύο ληστές” (“Butch Cassidy and the Sundance Kid”, 1969). Παρά τη ζωντάνια του πάνω στο ποδήλατο, δικάβαλο παρέα με την παιχνιδιάρα Katharine Ross, ο μελαχρινός συμπρωταγωνιστής του, Paul Newman, με τα βαθιά γαλανά του μάτια και με εμφανώς μεγαλύτερη υποκριτική εμπειρία και ωριμότητα, έκλεψε την παράσταση, όπως συνέβη και μερικά χρόνια αργότερα στο γκανγκστερικό “Κεντρί” (“The Sting”, 1973). Άξια, όμως, ο Ρόμπερτ συνέχισε να διατηρεί τον τίτλο του “ωραίου”, κερδίζοντας την ψήφο του κινηματογραφικού κοινού σαν υποψήφιος Πρόεδρος των Δημοκρατικών (στην ομώνυμη ταινία “Ο Υποψήφιος”, “The Candidate”, 1972), και αποδεικνύοντας τη δύναμη της “ανθρώπινης” γοητείας του δίπλα στην ιδιότροπη Barbra Streisand (“The Way we were”, 1973), την αθώα Mia Farrow (“The Great Gatsby”, 1974), τη μοναδική Faye Danaway (“The Three Days of the Condor”, 1975) αλλά και την αριστοκρατική Meryl Streep (“Out of Africa”, 1985). Παρά την υπέρβαση που έκανε στο πολιτικό θρίλερ “Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου” σχετικό με το σκάνδαλο του Watergate (“All the President’s Men, 1976), επιχειρώντας να ενσαρκώσει ένα ρόλο που ξεφεύγει από αυτόν του απόλυτου έρωτα ή του σωτήρα, η προσαρμοστικότητα και η δεινότητα του συμπρωταγωνιστή του, Dustin Hoffman, μπροστά στον κινηματογραφικό φακό χάρισε στον Ρόμπερτ για άλλη μία φορά το δεύτερο ρόλο (βλέπε κεντρική φωτογραφία).

“Πέρα από την Αφρική” Πηγή φωτογραφίας: https://ep01.epimg.net/elpais/imagenes/2013/09/18/paco_nadal/1379529260_137952_1379529260_noticia_normal.jpg

“Οι Δύο Ληστές”
Πηγή φωτογραφίας: https://i.ytimg.com/vi/m8-vMP2_K7k/maxresdefault.jpg
Προσωπικά δεν θαυμάζω τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ σαν ηθοποιό. Ίσως επειδή οι ρόλοι που ερμήνευσε στη διάρκεια της υποκριτικής κινηματογραφικής του καριέρας ήταν ρόλοι που “ενδεχομένως και να έχουμε ξαναδεί”, ίσως πάλι επειδή αυτό που μου έμεινε εν τέλει από αυτούς ήταν το όμορφο πρόσωπό του. Με άφησε άναυδη, ωστόσο, με το σκηνοθετικό του ταλέντο, που του χάρισε άξια -κατά τη γνώμη μου- και το πρώτο του Όσκαρ το 1980 (το δεύτερο του δόθηκε για τη συνολική κινηματοφραφική του προσφορά το 2002).
Με σκηνοθετική μαεστρία στους “Συνηθισμένους Ανθρώπους” (“Ordinary People”, 1980) επιχειρεί και πετυχαίνει στο να αποδώσει παρασταττικά, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικά το τραύμα της προτεσταντικής οικογένειας των Jarrett μετά το θάνατο του ενός γιου σε ναυτικό ατύχημα, παρούσια του έφηβου αδερφού του (Timothy Hutton, σε έναν από τους πρώτους του ρόλους), ο οποίος αδυνατώντας να διαχειριστεί τις τύψεις, το θρήνο, την απάθεια και την επιφανειακή προσέγγιση της κατάστασης από τη μητέρα του (Mary Tayler Moore), αμφισβητεί το νόημα της ζωής, εμφανίζει σοβαρά σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα κατάθλιψης και οδηγείται σε αυτοκτονικές απόπειρες. Χάρη στην ήρεμη δύναμη του πατέρα του (Donald Sutherland) και την στοργικότητα του ψυχιάτρου του (Judd Hirsch), προσπαθεί να ξαναβρεί την ισορροπία του. Ο Ρέντφορντ επιλέγει εύστοχα να κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με ένα εξαιρετικό καστ και ένα πολυεπίπεδο έργο, μέσω του οποίου ηχεί δυνατά το μήνυμα προς τους γονείς να ακούν τα παιδιά τους (ζήτημα που προβλημάτιζε τον σκηνοθέτη προσωπικά).

“Συνηθισμένοι Άνθρωποι” Πηγή φωτογραφίας: https://pmcvariety.files.wordpress.com/2017/01/ordinary-people.jpg?w=1000&h=563&crop=1
Δεν έμεινα το ίδιο εντυπωσιασμένη, βέβαια, από το κύκνειο άσμα του σαν ηθοποιός (“The Old Man and the Gun”, 2018), που προβλήθηκε αυτό το μήνα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μετά από αρκετά χρόνια πίσω από τον κινηματογραφικό φακό, ο Ρόμπερτ επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη για τελευταία φορά, με την αληθινή ιστορία του Φόρεστ, ενός “gentleman” 70άρη ληστή τραπεζών, καταδικασμένου 18 φορές, που παίζει κυνηγητό με την αστυνομία (Casey Affleck). Η ταινία μπορεί να περιγραφεί πολύ απλά: μια τυχαία συνάντηση που εξελίσσεται σε κλασσικό γκανγκστερικό ειδύλλιο (Sissy Spacek), αισθητική (μουσική, εφέ, σκηνοθεσία) που θυμίζει τη δεκαετία του 80 και ο Ρόμπερτ…με το λαμπερό του χαμόγελο και τη σπιρτάδα στο μάτι να σερβίρει “στο πιάτο” -με ανούσιους διαλόγους, δραματικούς μονολόγους, ελάχιστο σασπένς και παρέα με έναν αδιάφορο Tom Waits- το χιλιοειπωμένο μήνυμα του “ζήστε τη ζωή γιατί είναι μικρή”. Έχοντας εξελιχθεί κινηματογραφικά (με την πολλά υποσχόμενη σκηνοθετική καριέρα του), αλλά και προσωπικά (ιδρύοντας το Sundance Institute για την προώθηση των ανεξάρτητων καλλιτεχνών και συμμετέχοντας ενεργά σε δράσεις περιβαλλοντικού ακτιβισμού και φιλανθρωπισμού), θα περίμενα να κλείσει την πορεία του σαν ηθοποιός με έναν ρόλο πιο ώριμο και ενδεχομένως διαφορετικού είδους. Δυστυχώς γέρασες, όμως, Ρόμπερτ και δεν είσαι πλέον ο γόης του 80. Παρόλα αυτά η παραγωγή έχει λάβει αρκετά θετικές κριτικές από το διεθνές κοινό.

“Ο Κύριος και το Όπλο”
Πηγή φωτογραφίας: http://media.interactive.netuse.gr/filesystem/images/20180824/low/the-old-man-the-gun-034-tomatg-00825-rgb_1581_107694953.JPG
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: https://cdn.vox-cdn.com/thumbor/KuNr_0_SLB977dhIpdsRaWeCgJY=/0x0:1872×1052/1200×800/filters:focal(274×175:572×473)/cdn.vox-cdn.com/uploads/chorus_image/image/54719051/allthepres.0.png