Δεν υπάρχει σπουδαιότερο πράγμα στον κινηματογράφο από το να δημιουργείς αντιθέσεις. Οι κινηματογραφιστές πάντα επιδίωκαν και ένιωθαν οικεία στην δημιουργία τέτοιων αντιθέσεων, είτε αυτές αφορούσαν τους χαρακτήρες, κάποια κατάσταση ή ακόμα και τα χρώματα που πλασιώναν την ταινία. Δεν είναι άξιο απορίας λοιπόν πως πολλοί σκηνοθέτες μέσα στα χρόνια γοητέυτηκαν από μία από τις πιο έντονες αντιθέσεις ανθρώπινης σχέσης και βάσισαν το έργο τους πάνω σε αυτή. Από την μία ο υιός του Θεού και της παρθένου Μαρίας και από την άλλη η Μαρία Μαγδαληνή μια -εκ παρανοήσεως- πόρνη που μαγευέται από τα λόγια του Ιησού και κυνηγά την άφεση των αμαρτιών της μέσω της μεταμέλειας και της τυφλής πίστης στον μεσσία.
Αυτό το δίπολο, του Ιησού του αλάθητου και ανέγγιχτου ερωτικά από γυναικείο χέρι συνάρπασε τον Martin Scorsese στο “The Last Temptation of Christ” εκεί όπου η παρουσία της Μαρίας Μαγδαληνής, με το λάγνο αλλά σεμνό παρουσιαστικό, πιο πολύ υπονοεί παρά δηλώνει την ερωτική τους σχέση. Ο Mel Gibson αυτό το δίπολο το χειρίστηκε εντελώς διαφορετικά στο “The Passion of Christ” με την επιλογή της Monica Belluci. Η Μαγδαληνή είναι μια πόρνη έμπειρη στην σαρκική ηδονή, που βρίσκει τον έρωτα στα λόγια του Ιησού και στην ευκαρία που της δίνει για μια νέα ζωή ενώ εκείνος επίσης ερωτεύεται βαθιά την μεταμέλεια και την προθυμία της να ακολουθήσει τις διδαχές του.
Το “Mary Magdalene” από την άλλη χειρίζεται το θέμα εντελώς διαφορετικά. Η παρανόηση της Καθολικής Εκκλησίας ότι η Μαρία από τα Μάγδαλα -που αλίμονο, η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν δέχθηκε- είναι πόρνη, έρχεται να αντικατασταθεί από την ταινία του Garth Davis, όπου η Μαγδαληνή είναι απλά μια γυναίκα βαθύτατα καταπιεσμένη από την ανδροκρατούμενη οικογένεια της, ελλείψει και γυναικείου πρότυπου μιας και η μητέρα της δεν ζει, που βρίσκει την πραγματική ελευθερία στο πρόσωπο του Ιησού και τον ακολουθεί μέχρι το τέλος.

Ο Chiwetel Ejiofor ως Πέτρος
Πηγή φωτογραφίας: https://www.standard.co.uk/showbiz/chiwetel-ejiofor-mary-magdalene-talks-to-our-time-very-directly-in-a-way-we-couldn-t-have-predicted-a3792316.html
Η επίλογη της Rooney Mara, που δύσκολα μπορεί να αφήσει ερωτικά υπονοούμενα να πλανηθούν μοιάζει απόλυτα εσκεμμένη. Οι χαρακτήρες κινούνται σε πιο σκουρόχρωμα χρώματα, με τρανότατο παράδειγμα την επιλογή του Chiwetel Ejiofor ως Πέτρου, τόσο γιατί η ταινία ήθελε να μείνει πιστή στο ρεύμα της εποχής όσο και για να είναι πιο ρεαλιστική. Γιατί ας μην γελιόμαστε δεν νομίζω ότι οι άντρες της εποχής στην Μέση Ανατολή ήταν ψηλοί, ξανθοί με γαλάζια μάτια. Αυτό είναι και το μεγάλο προτέρημα της ταινίας, ο ρεαλισμός της, που ξεπερνά τα όρια της φυσικής παρουσίας.
Οι χαρακτήρες του Davis είναι πιο ανθρώπινοι από ότι είναι σε άλλες ταινίες που πραγματεύονται τον δρόμο του Ιησού προς την σταύρωση. Οι χαρακτήρες έχουν πάθη, έχουν αδυναμίες, θυμώνουν και κλαίνε. Ακόμα και ο Ιησούς, που ο Joaquin Phoenix προσεγγίζει όπως προσέγγισε τον χαρακτήρα του στο “You Were Never Really Here“, αποδυναμώνεται μετά τα θαύματα, νιώθει ευάλωτος με τον τρόπο που τον περικλύουν τα χέρια όσων θέλουν την λύτρωση και εξοργίζεται όταν βλέπει την άγνοια του κόσμου και όσων εκπροσωπούν την θρησκεία, για το τι σημαίνει πραγματικά πίστη.

Ο Joaquin Phoenix ως Ιησούς Χριστός
Πηγή φωτογραφίας: http://jphoenixbrasil.com/en/?p=1040
Σε όλα αυτά η κάμερα είναι στραμμένη στον χαρακτήρα της Μαγδαληνής. Βαφτισμένη και απογυμνωμένη από αμαρτίες από τα απαλά χέρια του Ιησού στα ίδια νερά που νωρίτερα ο αδερφός της επιχειρούσε έναν εξορκισμό που έμοιαζε περισσότερο με ψυχικό βιασμό, η Μαγδαληνή ακολουθεί τον δάσκαλό της μέχρι το τέλος. Σε όλο το ταξίδι μοιάζει να καταλαβαίνει την ψυχοσύνθεση του αποκαλούμενου μεσσία. Μα κυριότερα μοιάζει να κατανοεί τα λόγια του. Όσο οι βαθύτερες επιθυμίες των μαθητών λειτουργούν ως παραμορφωτικός φακός στα λεγόμενα του δάσκαλού τους εκείνη δείχνει να κατανοεί σε βάθος τις διδαχές του.
Η ταινία αν και άνευρη και υποτονική είναι ατμοσφαιρική αλλά η επιθυμία για εξιλέωση της Μαγδαληνής, που κατά την διάρκεια της ταινίας γίνεται αυτοσκοπός, δεν αφήνει χώρο για πολύ σπουδαία πράγματα. Οι σεναριογράφοι της ταινίας, Helen Edmundson και Philippa Goslett, παρότι συνθέτουν ένα έργο που μπορεί εύκολα να “χωνευθεί” από τους θρησκόληπτους -σε αντίθεση με παλιότερα έργα- προσπαθούν με μια απίστευτη μανία να αποκαταστήσουν το όνομα της Μαρίας, με αποτέλεσμα τόσο την διαστρέβλωση των κινήτρων των υπόλοιπων χαρακτήρων όσο και την παράλειψη σημαντικών γεγονότων. Η Μαρία Μαγδαληνή παίρνει σάρκα και οστά ως μια γυναίκα του 21ου αιώνα κυνηγημένη για τις επιλογές της που καταφέρνει να σηκώσει το ανάστημα της μπροστά στους υπόλοιπους, παραπλανημένους, μαθητές του Ιησού.
Στο τέλος όμως του δρόμου το “Mary Magdalene” είναι η εξώφθαλμη και φθηνή προσπάθεια αποκατάστασης της τάξης, όχι λόγω αντιχριστιανικών προθέσεων αλλά λόγω έντονου του φεμινιστικού στοιχείου της.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: http://www.indiewire.com/2018/02/mary-magdalene-review-joaquin-phoenix-rooney-mara-1201933211/